ηερόμορφος

ηερόμορφος
ἠερόμορφος, -ον (Α)
αυτός που έχει μορφή αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. τού αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό-μορφος, πολύ-μορφος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”